- μελαγγραφης
- μελαγγραφήςμελαγ-γραφής2покрытый черными узорами
(διφθέραι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διφθέραι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελαγγραφής — μελαγγραφής, ές (Α) γραμμένος με μαύρο χρώμα («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτι γραφής, χρυσο γραφής] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek